Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα books. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα books. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

Τα αγγελουδια.

Τι σε έπιασε και φωνάζεις ξαφνικά;

-Έρχονται! Έρχονται τα Χριστούγεννα! φώναξε και πάλι ο μικρός άγγελος. Οι άλλοι άγγελοι χασμουρήθηκαν.

Ίσιωσαν τα χάρτινα φτερά τους που ήταν σκεπασμένα με λείο και μαλακό ύφασμα και ρώτησαν το μικρό τους αδερφό.

-Και εσύ που το ξέρεις; Μέσα σε αυτό το κουτί που είμαστε κλεισμένοι, δεν έχουμε ούτε ημερολόγια, ούτε ρολόγια. Πως μπορούμε να ξέρουμε τι εποχή είναι, αν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα; Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε τη στιγμή που κάποιος θα ανοίξει το καπάκι από το κουτί και θα μας τοποθετήσει με τα άλλα στολίδια πάνω στο δέντρο.

-Κι όμως εγώ ξέρω πως έρχονται τα Χριστούγεννα! Τα μυρίζω! Οι άγγελοι της φουντωτής γιρλάντας έξυσαν συγχρονισμένοι σαν χορευτές μπαλέτου, το φτιαγμένο από γουνίτσα φωτοστέφανο στο κεφάλι τους.

-Τα μυρίζεις; απόρησαν! Α, εσύ είσαι τελείως χαζούλης!

-Μα ναι! επέμενε ο μικρός άγγελος. Τα μυρίζω στον αέρα που έχει γίνει υγρός και βαρύς. Στη μυρωδιά από τα ξύλα που καίγονται στο τζάκι. Στα γλυκά με κανέλα και μέλι που φτιάχνουν στην κουζίνα του σπιτιού. Έρχονται Χριστούγεννα σας λέω!

-Εμείς το μόνο που μυρίζουμε εδώ μέσα είναι κλεισούρα και σκόνη. Κοιμήσου μικρέ. Έχουμε καιρό ακόμα μέχρι τα Χριστούγεννα του είπαν οι άγγελοι και ξάπλωσαν πάνω στο βαμβάκι που είχαν για στρώμα για να μη τσαλακωθούν και σκιστούν. Όμως ο μικρός άγγελος, ο τελευταίος στη φουντωτή γιρλάντα με τους αγγέλους, δεν μπορούσε να κοιμηθεί από την χαρά και την προσμονή. Έφταναν τα Χριστούγεννα και επιτέλους θα βρισκότανε και πάλι πάνω στο στολισμένο δέντρο. Εκεί μπορούσε να βλέπει όλο το σπίτι, στολισμένο με γκι και κορδέλες.

Να λιγουρεύεται το γιορτινό τραπέζι με τα γλυκά και τα φαγητά που μοσχοβολούσαν. Να λικνίζεται στο ρυθμό των όμορφων τραγουδιών που ηχούσαν παντού και να χαίρεται με τα γέλια, τα παιχνίδια και τις κλεφτές ανυπόμονες ματιές των παιδιών στα κουτιά με τα δώρα κάτω από τα κλαδιά του έλατου. Και να που πραγματικά είχε δίκιο. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν με γοργούς ρυθμούς και κάποια μαγική στιγμή, το καπάκι του κουτιού που κρατούσε κλειστή την φουντωτή Χριστουγεννιάτικη γιρλάντα με τους εφτά αγγέλους άνοιξε.

Το φως ξεχύθηκε λαμπρό και ζεστό μέσα στο κουτί και ξύπνησε τα αγγελάκια που χαρούμενα φώναξαν όλα μαζί πια:

-Ήρθαν τα Χριστούγεννα! Ήρθαν τα Χριστούγεννα! Μαζί με αυτό, άνοιξαν και άλλα κουτιά. Το μεγάλο κουτί με τις γυάλινες μπάλες που τσούλησαν γρήγορα στο χαλί. Το κουτί με τους βελούδινους φιόγκους που τεντώθηκαν νυσταγμένοι.

Το κουτί με τις καμπάνες που με μιας άρχισαν να χτυπάνε. Τον ξύλινο καρυοθραύστη που ακόνισε την μασέλα του. Τα Άγιο-βασιλάκια που κρατούσαν κιθάρες και βιολιά στα χέρια τους. Και στη γλώσσα των παιχνιδιών που κανείς δεν γνωρίζει και δεν ακούει, άρχισαν όλα τα στολίδια να πανηγυρίζουν, να γελάνε και να τραγουδάνε χαρούμενα που μετά από μεγάλη αναμονή οι γιορτές έφτασαν και το φως της μέρας ανέδειξε τα όμορφα χρώματα τους. Μα πιο πολύ χαρούμενος ήταν ο μικρός άγγελος της φουντωτής γιρλάντας. Γιατί αυτός ήξερε πιο μπροστά από τα άλλα στολίδια πως τα Χριστούγεννα είχαν φτάσει.

Το μύριζε και το ένιωθε μέσα στην καρδιά του και δεν έβλεπε την ώρα να σταθεί πάνω στο δέντρο και πάλι. Και η στιγμή αυτή είχε φτάσει. Τα λεπτά χέρια μιας όμορφης γυναίκας με μακριά μπουκλωτά μαλλιά μπήκαν μέσα στο κουτί και έπιασαν την γιρλάντα με τους αγγέλους. Η καρδιά του μικρού αγγέλου πήγε να σπάσει.

-Τώρα θα πετάξω ψηλά στο έλατο, σκέφτηκε. Θα δω το στολισμένο σπίτι, τα παιδάκια που τρέχουν γύρω από τα σκορπισμένα στο σαλόνι στολίδια και δώρα, τα χαμόγελα στα πρόσωπα όλων να ζεσταίνουν το κρύο που ένιωθα τόσο καιρό μέσα στο κουτί. Μα καθώς σκεφτόταν όλα αυτά…χρατς! Το χάρτινο φτερό του πιάστηκε στο καπάκι από το κουτί που δεν είχε καλά ανοίξει και κόπηκε στη μέση. -Αχ τι κρίμα! Έσκισα το φτερό του τελευταίου στη σειρά αγγέλου. Δεν πειράζει.

Τώρα η γιρλάντα θα έχει μόνο έξι αγγέλους, είπε η γυναίκα με τα μπουκλωτά μαλλιά και παίρνοντας στα χέρια της ένα ψαλίδι έκοψε το σκοινί που συγκρατούσε τον άγγελο στην φουντωτή γιρλάντα και τον έβαλε και πάλι μέσα στο κουτί. Όλα τότε ησύχασαν.

Τα στολίδια έπαψαν να γελάνε και να φωνάζουνε στη γλώσσα των παιχνιδιών. Το φως που έλουζε τα κουτιά χλόμιασε και το κρύο σκέπασε τον μικρό άγγελο με το σκισμένο φτερό, που έμεινε ξαπλωμένος στον πάτο του κουτιού.

-Δεν θα γνωρίσω τα φετινά Χριστούγεννα. Δεν θα μυρίσω τα φρεσκοψημένα γλυκά στο φούρνο.

Δε θα τραγουδήσω μαζί με τα παιδιά, που θα στέκονται στην πόρτα χτυπώντας τριγωνάκια τα κάλαντα για τον Χριστούλη, είπε πολύ λυπημένος ο μικρός άγγελος και χάρτινα δάκρυα άρχισαν να πέφτουν από τα ζωγραφισμένα μάτια του. Μα πριν προλάβει να κρυώσει η καρδούλα του, άλλο ένα χέρι μπήκε μέσα στο κουτί. Ήταν μικρό και στρουμπουλό και άρχισε να ψαχουλεύει το κουτί ανακατεύοντας το μπαμπάκι του πάτου τόσο, που ο άγγελος έκανε τούμπες. Ύστερα, έπιασε τον μικρό άγγελο που έστεκε, χωρίς την γιρλάντα, μόνος με το σκισμένο φτερό του. Κι όταν το χέρι τον σήκωσε, ο άγγελος, έστω και με ένα φτερό, πέταξε ψηλά κι αντίκρισε ένα μικρό παιδάκι, που ίσα ίσα στεκόταν στα ποδαράκια του και περπατούσε άτσαλα.

Το μικρό παιδάκι με τον άγγελο στο τεντωμένο του χέρι έφτασε στραβοπατώντας τη γυναίκα με τα μπουκλωτά μαλλιά και της έδωσε τον άγγελο.

-Θέλεις να τον βάλουμε κι αυτόν στο δέντρο; ρώτησε η γυναίκα.

Το παιδάκι γέλασε τότε τόσο τρανταχτά και γλυκά, που ο μικρός άγγελος έπαψε πια να κρυώνει και μια μαγική θαλπωρή τον τύλιξε.

Η γυναίκα πήρε τον μικρό άγγελο από το χεράκι του παιδιού, του τίναξε από πάνω του τα ανακατεμένα μπαμπάκια και με προσοχή κόλλησε το μισό φτερό που του έλειπε. Ύστερα, ανεβαίνοντας σε μια μεγάλη σκάλα τον έβαλε πιο ψηλά από τα άλλα στολίδια, πιο ψηλά ακόμα και από την γιρλάντα των έξι αγγέλων. Στην κορυφή του δέντρου! Και καθώς το μικρό παιδάκι είδε τον άγγελο τόσο λαμπερό και όμορφο άρχισε να χτυπάει παλαμάκια και για μια στιγμή φάνηκε σε όλους πως ο μικρός άγγελος ζωντάνεψε κι έγινε ένας αληθινός άγγελος που είχε κατέβει από τον ουρανό για να αναγγείλει τη γέννηση του Χριστού. Κι εκεί απάνω ο μικρός άγγελος έζησε τα πιο όμορφα Χριστούγεννα που είχε ζήσει ποτέ του.

Με μυρωδιές, με τραγούδια, με γέλια και παιχνίδια, μα και με κάτι ακόμα που έκανε τις γιορτινές μέρες πιο πλούσιες και πιο ζεστές.

Με αγάπη!

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2007

Ο πατερας σου.

Κοιμάμαι; Ναι, φαίνεται κοιμήθηκα. Η μάνα μου με σκουντάει. 'Εχει κάτσει στο κρεβάτι.

"'Ελα, σήκω. Να πάτε να ψωνίσετε με τον πατέρα σου."

Πετιέμαι στη στιγμή. Διορθώνω λίγο τα ρούχα μου. Τα καλά μου φοράω ακόμα... Να μην ξεχάσω την κατσαριδόσκονη.

"Χρειαζόμαστε, λέει η μάνα μου, ρολ, σαπούνι για τα πιάτα, ένα πακέτο ρύζι, καφέ και ζάχαρη. Κι ένα κουτί γάλα. Και χαρτί για τον καμπινέ. Και χαρτοπετσέτες. Και ντομάτα πελτέ. Και λάδι, ένα μπουκάλι".

Πήραμε την τσάντα - την άσπρη - την καμποτένια, να τα βάλουμε μέσα.

Ανεβήκαμε τη σκαλίτσα και βγήκαμε στο δρόμο. Πολλά αυτοκίνητα. Πάρα πολλά αυτοκίνητα. 'Αλλα είναι σταματημένα κι άλλα περνάνε συνέχεια. Και το πεζοδρόμιο γεμάτο. Παιδάκια με ποδιές και τσάντες κατηφορίζουν σαν ποτάμι. Σαν ν' άνοιξες μια βρύση και τρέχουν παιδάκια. Τι περίεργο πράγμα!... Μόνο σ' αυτό το πεζοδρόμιο έχει παιδιά. Και μόνο κατηφορίζουν... Και τι δουλειά έχουν τα παιδιά τέτοια ώρα;... 'Εξι το απόγευμα;... Λες... να κάνουν μάθημα από το πρωί ως τώρα; Λες... στην Αθήνα να έχουν πιο πολλά μαθήματα απ' τη Σύμη; Να μαθαίνουν πιο πολλά;...

Ο πατέρας με πήρε απ' το χέρι και περάσαμε απέναντι. 'Ωστε αυτό είναι το σούπερ - μάρκε! Μώρη!... Τι μαγαζί είναι αυτό!... Τεράστιο!... Στέκομαι σε μια βιτρίνα και βλέπω μέσα. Ποπό! Από πάνω μέχρι κάτω έχει ράφια με πράγματα. Ο πατέρας ανοίγει την πόρτα και μπαίνουμε.

Τι φώτα είναι αυτά!... Ούτε τα Χριστούγεννα στο Σύλλογο δεν έχει τόσα φώτα!...

Μπροστά μας είναι ένας φράχτης από σίδερα. Στέκομαι λίγο. Κοιτάω τον πατέρα. Στέκεται κι αυτός. Μας πλησιάζει ένας κοντόχοντρος κύριος με καμπαρντίνα.

"Την τσάντα να την αφήσετε εδώ", μας λέει.

"Μα θα βάλουμε μέσα τα ψώνια μας", του λέει ο πατέρας.

"Θα σας δώσουμε εμείς σακούλες. Δεν επιτρέπονται τσάντες, όσο ψωνίζετε. Ορίστε και η διαταγή της αστυνομίας", μας λέει και μας δείχνει ένα χαρτί στον τοίχο.

Αφήνουμε την τσάντα στην άκρη που μας είπε ο κύριος. Περνάμε ένα σίδερο σαν σταυρό που γυρίζει. Μόνο ένας χωράει σε κάθε χώρισμα, κι έτσι, θες δε θες, περνάς μόνος σου μέσα.

'Οταν κουρεύουνε τ' αρνιά - πάνω στα μαντριά - έτσι κάνουνε. Χωρίς σίδερα βέβαια. Σε μια μεριά κάθεται αυτός που κουρεύει με την ψαλίδα του. Ο βοσκός έχει μαντρώσει στο μικρό μαντρί τ' ακούρευτα αρνιά, αφήνει να περνάει ένα ένα, το πιάνει ο κουρέας, το διπλώνει κάτω, όπως ξέρει αυτός, και σε δυο λεφτά τ' αρνί είναι κουρεμένο. Το πάνε στο άλλο μαντρί που 'χει τα κουρεμένα. 'Αμα δεν κάνεις έτσι, τότε τα μαλλιά θα σκορπίσουν και θα βρομίσουν. Και θα χάνεις και ώρα να βρίσκεις ποιο είναι κουρεμένο και ποιο ακούρευτο. 'Ετσι πρέπει να κάνεις στο μαντρί. Εδώ όμως; Γιατί ένας ένας;...

"Θα διαλέξουμε μόνοι μας, όπως μας είπε η Μαρία, και μετά θα πληρώσουμε, έτσι, πατέρα;"

"Ναι, μου λέει ο πατέρας. Να, εδώ πρώτα πρώτα έχει καφέδες. 'Ελα να βρούμε τον καφέ μας".

Πώς να βρούμε τον καφέ μας;... 'Εχει χιλιάδες κουτιά, κουτάκια, φακελάκια μικρά, φακελάκια μεγάλα. 'Ολα ξενικά γραμμένα.

Ο πατέρας παίρνει ένα φακελάκι ΛΟΥΜΙΔΗ και προχωράμε. Χρειαζόμαστε ρύζι, ζάχαρη... Καρδούλα μου! Τι μπισκότα είναι αυτά!... Δεν ξέρω να διαβάσω τι γράφουν, αλλά βλέπω πάνω στα κουτιά πορτοκάλια, κεράσια, σοκολάτα που χύνεται πάνω στα μπισκότα, φουντούκια, κοπέλες με στολές μπροστά σε μύλους, δροσοσταλίδες πάνω σε σοκολάτα, μια κυρία που φουρνίζει μπισκότα, μπισκότα, μπισκότα...

"Πατέρα..."

"Εντάξει. Πάρε ένα πακέτο μπισκότα... 'Οχι, όχι αυτό!... Πάρε ετούτο..."

Τέτοιο είχαμε και στη Σύμη ΜΙΡΑΝΤΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ. Το άλλο ήθελα εγώ. Με την κυρία μπροστά στο μύλο. Δε λέω όμως τίποτε. Ο πατέρας δε σηκώνει πολλά.

Προχωράμε. Τώρα έχει μαρμελάδες. Μετά γαριδάκια, πατατάκια, μπαλάκια... Το στόμα μου γεμίζει σάλιο...

"Πατέρα... κοίτα, γαριδάκια..."

"Τα είδα... Καλά, πάρε ένα πακέτο. Πάρε και μια σοκολάτα μ' αμύγδαλο που σ' αρέσει. Για το καλώς όρισες στην Αθήνα! Αλλά μην ξανακούσω πατέρα και πατέρα", λέει ο πατέρας μου και τα ματάκια του γελάνε.

"Γιατί τα κρατάτε στα χέρια σας; Πάρτε ένα καλάθι και βάλτε τα μέσα."

Είναι ο χοντρός κύριος με την καμπαρντίνα. Μιλάει πολύ αυστηρά. Λοιπόν, φαίνεται ότι η καμπαρντίνα πάει πάντα με αγριάδα. Κι ο κύριος Ευάγγελος, ο παλιός διευθυντής του σχολείου μας, και άγριος ήτανε και καμπαρντίνα φόραγε. Μας είχε έρθει από την Αθηνα. "Εξ Αθηνών" έλεγε ο ίδιος. Και επέμενε να τον λέμε "κύριο Ευάγγελο" κι όχι κύριο Βαγγέλη. Ευτυχώς έκατσε ένα χρόνο και μετά πήρε σύνταξη κι έφυγε.

Είμαστε μπροστά σ' ένα μεγάλο ψυγείο κι έναν πάγκο. Μια κυρία με άσπρη ποδιά πουλάει κρέατα. Πρώτη φορά βλέπω γυναίκα - χασάπη. Και τι δεν πουλάει. Κοτόπουλα Χαλκίδος, χοιρινά, αρνιά, κατσίκια, κουνέλια... Τα διαβάζω στα χαρτιά που κρέμονται παντού.

"'Ενα κιλό κατεψυγμένο κιμά", λέει ο πατέρας.

Αφού δε μας είπε η μάνα μου κιμά... Τέλος πάντων, ξέρει εκείνος...

"Να τα λάδια, πατέρα! 'Εχει και ξίδι δίπλα και αλάτια. Η μάνα δε μας είπε ξίδι κι αλάτι, γιατί θα το ξέχασε. Δεν παίρνουμε;"

"Ναι, βέβαια", λέει ο πατέρας.

Βάζουμε στο καλάθι ένα σακουλάκι αλάτι και ένα μπουκάλι ξίδι. Μπροστά μας είναι μια βιτρίνα με σαλάμια. Εγώ νόμιζα ότι σαλάμι είναι μόνο η μορταδέλα. 'Η το ζβαν, το ζαμπονάκι. Εδώ όμως πίσω από το τζάμι έχει πενήντα ειδών σαλάμια, που λέει ο λόγος. Πιο κόκκινα, με μικρά ασπράκια, με ζουπηχτές ελιές μέσα, ζαμπόν μεγάλα, λουκάνικα μεγάλα, πιο μικρά σε διχτάκια. Μώρη, περνάνε καλά στην Αθήνα!... Καλά το 'λεγα εγώ...

Ο πατέρας έχει προχωρήσει στη βιτρίνα με τα τυριά. 'Αλλο τούτο!... Υπάρχουν κι άλλα τυριά εκτός απ' τη μυτζήθρα, τη φέτα, το κεφαλίσιο και το κασέρι; Κι εγώ που νόμιζα ότι τα ήξερα όλα... Κοίτα δω τυριά... 'Ενα όμως τους έχει μουχλιάσει κι αυτοί το πουλάνε...

"'Ενα τέταρτο φέτα, λέει ο πατέρας. Την ξέχασε τη φέτα η μάνα σου", μου λέει και μου κλείνει το μάτι.

Βάλαμε τη φέτα στο καλάθι και τώρα ψάχνουμε να βρούμε το ρύζι και τη ζάχαρη. Σε κάτι ράφια έχει μακαρόνια και δίπλα ρύζια. Ποιο απ' όλα να πάρουμε; Κοιταζόμαστε με τον πατέρα. Παίρνουμε ένα πακέτο πράσινο, παίρνουμε και ένα πακέτο μακαρόνια. Λίγο παρακάτω έχει χιλιάδες γάλατα. Σ' έναν πάγκο πακέτα, χιλιάδες πακέτα ζάχαρη. Παίρνουμε και ένα πακέτο ζάχαρη και προχωράμε. Τώρα κάνει μια στροφή το μαγαζί και μας φέρνει μπροστά σε ράφια με πορτοκαλάδες, λεμονάδες, μπίρες, κρασιά. Πουθενά δε βλέπουμε ντομάτα πελτέ. Ρωτάμε μια κοπέλα με γαλάζια ποδιά.

"Τις περάσατε τις ντομάτες, μας λέει και σαν να μας μαλώνει. Δίπλα στα μακαρόνια είναι."

Γυρίζουμε πάλι. Πραγματικά δίπλα στα ράφια των μακαρονιών έχει ντομάτες. Ντοματάκια ξεφλουδισμένα, ντοματάκια ολόκληρα, ντοματοχυμό, με διάφορα ξένα γράμματα. Πού είναι ο πελτές; Κοιταζόμαστε με τον πατέρα.. Δίπλα μας μια κυρία ψωνίζει. Παίρνει ένα κουτί κόκκινο. Παίρνουμε κι εμείς ένα το ίδιο. Για να το παίρνει η κυρία, καλό θα είναι. Τελειώσαμε πια.

Τώρα θα πάμε στο ταμείο να πληρώσουμε, όπως μας είπε η Μαρία. Το βρίσκουμε το ταμείο, αφού περάσουμε κι άλλα ράφια, χωρίς όμως να σταθούμε καθόλου. Στο ταμείο στεκόμαστε πίσω από έναν κύριο. Μπροστά είναι μια κοπέλα. Ακουμπάνε τα καλάθια τους δίπλα στο ταμείο. Η κοπέλα με τη γαλάζια ποδιά, που κάθεται στο ταμείο, βγάζει ένα ένα τα πράγματα, πατάει κάτι κουμπιά και λέει 986,50 δραχμές. 'Εχει αγοράσει δυο μπουκάλια κρασί και χαρτί του καμπινέ. Ξεχάσαμε το χαρτί του καμπινέ. Τώρα;... Το λέω του πατέρα.

"Πάω να φέρω, λέει ο πατέρας. Εσύ κάτσε να φυλάς το καλάθι."

Ο κύριος μπροστά τελείωσε. Πλήρωσε, πήρε τα πράγματά του κι έφυγε. Εγώ τώρα τι να κάνω; Ο πατέρας δε φαίνεται πουθενά. Η κυρία πίσω μου με σπρώχνει.

"Προχώρα, παιδάκι μου. Τι στήθηκες εκεί; Εσένα θα περιμένουμε;"

Να σου πάλι ο χοντρός κύριος με την καμπαρντίνα.

"Τι συμβαίνει; Γιατί καθυστερείτε; Τι κάνεις εκεί, μικρή;"

"Ο πατέρας μου... πάει να φέρει χαρτί..."

Φοβάμαι τον κύριο με την καμπαρντίνα.

"Βάλε το καλάθι πάνω Στέλλα, κάνε το λογαριασμό..."

Κι αν όταν τελειώσει η Στέλλα δεν έχει έρθει ο πατέρας; Τι θα μου κάνει τότε ο κύριος;

"642,20", λέει η Στέλλα και σπρώχνει τα πράγματα στην άλλη κοπέλα που τα βάζει σε σακούλες... Τώρα τι γίνεται;...

"Κι αυτό", φωνάζει ο πατέρας καθώς έρχεται. Και δείχνει το χαρτί του καμπινέ.

Ποπό! Ντροπή... Τώρα όλοι μας κοιτάνε. Ξέρουνε ότι σκουπίζουμε τον πισινό μας. Βέβαια όλοι τον σκουπίζουνε. Αλλά αυτοί τώρα ξέρουνε ότι εμείς τον σκουπίζουμε μ' αυτό το χαρτί.

"654,70", λέει η Στέλλα.

Ο πατέρας βγάζει το φάκελο με τα λεφτά μας, παίρνει ένα χιλιάρικο και το δίνει στη Στέλλα. Βάζει τα ρέστα πάλι στο φάκελο, παίρνουμε τις δυο σακούλες και βγαίνουμε.

Πολύ ωραία ήτανε στο σούπερ - μάρκε. Είχε χιλιάδες πράγματα.

Αν δεν ήταν κι ο χοντρός κύριος με την καμπαρντίνα...